- φυσικλείδιον
- φυσικλείδιονa spell to open theneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσικλείδιον — τὸ, Α επωδή για το άνοιγμα τού γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις «αιδοίο» + κλειδίον] … Dictionary of Greek